-
1 θρην-ώδης
θρην-ώδης, ες, weinerlich, klagend; ἁρμονίαι Plat. Rep. III, 398 d 411 a; μέλος Hdn. 4, 2, 10; ὕμνος D. C. 74, 6; – τὸ ϑρηνῶδες τῆς ψυχῆς, neben φιλοπενϑές, zum Klagen geneigte Stimmung, Plut. reip. ger. pr. 30. – Adv., los.
-
2 θρηνωδης
21) похожий на погребальную песнь, скорбный, жалобный(ἁρμονίαι Plat.; μέλος Plut.)
τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς Plut. — грустное настроение2) склонный к плачу, плаксивый Plat. -
3 θρηνώδης
θρην-ώδης, ες, weinerlich, klagend; τὸ ϑρηνῶδες τῆς ψυχῆς, neben φιλοπενϑές, zum Klagen geneigte Stimmung
См. также в других словарях:
θρηνώδης — ες (ΑΜ θρηνώδης, ες) [θρήνος] αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός («θρηνώδη άσματα») αρχ. 1. (για πρόσ.) επιρρεπής σε θρήνο 2. φρ. «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» ψυχική διάθεση για θρήνο. επίρρ... θρηνωδώς (ΑΜ θρηνωδῶς) με… … Dictionary of Greek